- ἐναποβάπτω
- ἐναπο-βάπτω,A dip quite in,
πρίονα ὕδατι Hp.VC21
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρίονα ὕδατι Hp.VC21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναποβάπτω — ἐναποβάπτω (Α) βυθίζω, βουτώ κάτι μέσα σε υγρό, εμβάπτω*, εμβαπτίζω* («καὶ ὕδατι ψυχρῷ ἐναποβάπτειν», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek